- ακριβοθυγατέρα
- ηπολυαγαπημένη κόρη, μοναχοκόρη: Την έχουν ακριβοθυγατέρα, γι' αυτό δεν την αφήνουν να κάνει τίποτε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακριβοθυγατέρα — και ακριβοδυχατέρα, η (συνήθως για μοναχοκόρη) πολύ αγαπημένη θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θυγατέρα ή δυχατέρα] … Dictionary of Greek
ακριβοκόρη — η η ακριβοθυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κόρη] … Dictionary of Greek